- ημιαναισθησία
- ηιατρ. απώλεια τής αισθητικότητας τού ενός πλαγίου τού σώματος σε συνδυασμό συνήθως με διαταραχές τής κινητικότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemianesthesia < hemi- (πρβλ. ημι-) + anesthesia (πρβλ. αναισθησία). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργιο Καραμήτσα].
Dictionary of Greek. 2013.